Ανηφορίζω αφήνοντας το δημόσιο δρόμο που προχωρεί παράλληλα με την παραλία του Λιβυκού. Ο ήλιος έχει κάμψει την τροχιά του αρκετά νωρίς, αφού είναι λίγες μέρες μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Κοντές μέρες, σύντομες κρίνοντας από τη διάρκεια της ηλιοφάνειας. Μάλλον Αλκυονίδες ημέρες, αφού η θερμοκρασία μ’ αναγκάζει ν’ ανηφορίζω με δυσκολία. Επιμένω να στοχεύω την κορυφή του πλησιέστερου χαμηλού λόφου με την ταμπέλα της κορυφής να διακρίνεται κατά διαστήματα ανάμεσα στα κλαδιά ενός νεαρού ελαιώνα. Στα πόδια μου μπλέκονται βήσσαλα που κατέβασαν οι ορμητικές βροχές χωρίς να δυσκολευτούν χάρη στην κλίση του εδάφους.
Δε χρειάζεται πολλή ώρα να συναντήσω μια πινακίδα γερμένη στο λόφο. Πάντα αναρωτιέμαι, μάταια, ποιο ανθρώπινο μένος ξεσπά στα άψυχα. Ίσως γιατί η απόκοσμη φωνή από το παρελθόν έπρεπε να πάψει να υπενθυμίζει το χρέος της μνήμης.
Αριστερά μου ένας αρχαίος δρόμος με πέτρες που δεν κατάφεραν να συγκεντρωθούν όλες, για να σχηματίσουν το πλάτος του, οδηγεί σε δωμάτια από τα οποία σώθηκαν μόνο τα θεμέλια. Τα αρχαιολογικά ευρήματα θα ξαναβρήκαν το σκοτάδι τους σε κάποια αποθήκη μουσείου ή και σε κάποια προθήκη. Το δυνατό φως ενός ηλεκτρονικού λαμπτήρα απλά ξεγυμνώνει τα αντικείμενα, που δυσκολεύονται ν’ ανοίξουν τα μάτια τους σε έναν κόσμο ξένο. Ο αποχωρισμός της οικίας τους είναι η τελευταία πράξη ενός αδυσώπητου χωρισμού, η τελευταία πράξη της μοναξιάς τους. Το παζλ έχει διαλυθεί στα κομμάτια του. Τι ελπίδες έχω να το ανασυνθέσω;
Στριμώχνω φωτογραφίες στην ψηφιακή συσκευή σαν κλέφτης στο σάκο των κλοπιμαίων. Ασυναίσθητα περπατώ βιαστικά, γιατί δεν έχω εμπιστοσύνη στον ήλιο του Γενάρη. Ήδη το βουνό μπροστά μου έχει αρχίσει να φορτώνεται στα γκρίζα. Διαγράφω το μήκος που έχουν οι αρχαιολογικές πεζούλες μία μία και διακόπτω τον ήχο του αέρα στη χαμηλή βλάστηση που συντροφεύει την παλιά μοναξιά με επαναλαμβανόμενα κλικ και σκοντάφτοντας απρόσεκτα στις πέτρες. Νιώθω σα να έχω πληγώσει άλλα σώματα κι όχι το δικό μου. Οι εκχυμώσεις που θα παρατηρήσω το βράδυ θα είναι από βίαια αγγίγματα, από απωθήσεις οργανισμών που διατάραξα την ησυχία τους. Πάντοτε νιώθω παράνομος σ΄ έναν κόσμο που δε ρωτήθηκε αν επιτρέπεται να δουν τα μυστικά του.
Φτάνω σιγά σιγά στο ψηλότερο επίπεδο. Ο ήλιος μπροστά μου κατηφορίζει πάνω από τη θάλασσα, το βουνό πίσω μου, δεξιά κι αριστερά στην απλωσιά του χώρου χαμηλοί λόφοι. Γύρω μου πέτρες που διακόπτονται από κενά που σχηματίζουν χώρους αρχαίων δωματίων με άγνωστη σε μένα χρήση.
Προχωρώ σ΄ ένα άπλωμα που βλέπει στη θάλασσα. Φανερώνεται μια έκταση που σταματά απότομα πάνω από το γκρεμό. Ένα πλακοστρωμένο δάπεδο με πέτρες στρογγυλές. Πολύχρωμες. Λαμπερές. Ο ήλιος κατηφορίζοντας το σημερινό του δρομολόγιο ζωηρεύει το χρώμα τους, μακραίνει τις σκιές τους, διηγείται κάτι από την αρχαία λάμψη τους. Είναι σαν ένα αφράτο πάπλωμα με κοκκινωπούς κυρίως στρογγυλεμένους μικρούς όγκους που διαχέουν στο περιβάλλον την ομορφιά τους. Βλέπω τη ζέστη τους να αιωρείται. Ο υπόλοιπος κόσμος ξαφνικά εξαφανίζεται και απομένει ένα δάπεδο πλακόστρωτο να με καλεί να κατηφορίσω πάνω του. Μια δύναμη με την οποία συνεννοούμαι μυστικά και αθόρυβα με σέρνει πάνω στις πέτρες. Ξαπλώνω με την πλάτη πάνω τους. Τα χέρια μου ελευθερώνονται από τα αντικείμενα που κρατούσαν. Ψάχνουν κι αυτά ένα σώμα ερωτικό που μου χαρίζεται. Ένα σώμα που αναδύεται εκείνη τη στιγμή κάτω από τα κόκαλά μου. Νιώθω το δέρμα μου να βαθουλώνει ή να πιέζεται, να σφίγγεται ή να χαλαρώνει. Να αποθηκεύει την παλιά και τη νέα θερμοκρασία, να πονά και να χαίρεται. Ανοίγω τα μάτια στον ήλιο κι έρχεται ένα λυτρωτικό σκοτάδι να με βυθίσει στο άγνωστο. Κλείνω τη σκοτεινή του λάμψη πίσω από τα βλέφαρα κι ανεβάζω το φως του χρόνου. Ένα πεδίο συγκρούσεων το κορμί μου και δύσκολα μπορεί να αντέξει. Μετατοπίζομαι να ισορροπήσω τις εντάσεις από την επιφάνεια στο εσωτερικό, σαν ένα μπουκάλι μέσα στο οποίο θέλεις ν’ ανακατέψεις ουσίες που πρέπει να εισχωρήσουν η μια στην άλλη. Μια φρεσκάδα ζεστού σκαμμένου χώματος και τρυφερής χλόης ποτισμένη με θαλασσινή αρμύρα είναι το άρωμα της μνήμης;
Όταν ανοίγω τα μάτια, η νύχτα αρχίζει να αιωρείται στη σκιά του βουνού και να βαραίνει τις αρχαίες πέτρες. Το παλιό μονοπάτι κατηφορίζει να ενωθεί με τους σύγχρονους δρόμους της αναζήτησης. Ο χώρος θα ξεχαστεί ξανά περνώντας στην απουσία της ανθρώπινη γνώσης. Πόσα μπορεί να γλιτώσει η δική μου η αγωνία;