Τότε που η γη αναποδογύριζε την κοιλιά της και ξερνούσε από τα σωθικά της ό,τι είχε, έτυχε να σωριαστούν άτακτα στα μέρη της Μάνης αμέτρητες πέτρες. Οι άνθρωποι τις έπιασαν από τα χωράφια και τις ύψωσαν τακτικά σε πύργους στον ουρανό, αφήνοντας μικρά παράθυρα να ελέγχουν το ανελέητο φως και τον άνεμο που λυσσομανούσε. Απομάκρυναν έπειτα και τις τελευταίες πέτρες, έστρωσαν τα βουνά σε πεζούλες σα λεπτές φέτες, όπως όταν ο άνεμος ρυτιδώνει τη θάλασσα. Τέλος κάθισαν ψηλά και ατένισαν την ελευθερία της δημιουργίας τους.
Τότε που η γη αναποδογύριζε την κοιλιά της και ξερνούσε από τα σωθικά της ό,τι είχε, έτυχε να σωριαστούν άτακτα στα μέρη της Μάνης αμέτρητες πέτρες. Οι άνθρωποι τις έπιασαν από τα χωράφια και τις ύψωσαν τακτικά σε πύργους στον ουρανό, αφήνοντας μικρά παράθυρα να ελέγχουν το ανελέητο φως και τον άνεμο που λυσσομανούσε. Απομάκρυναν έπειτα και τις τελευταίες πέτρες, έστρωσαν τα βουνά σε πεζούλες σα λεπτές φέτες, όπως όταν ο άνεμος ρυτιδώνει τη θάλασσα. Τέλος κάθισαν ψηλά και ατένισαν την ελευθερία της δημιουργίας τους.